- δραγόνος
- οστρατιώτης τού ελαφρού ιππικού στις ευρωπαϊκές χώρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. dragon, ονομασία τής σημαίας τού ιππικού, < λατ. draco < (αρχ. ελλ.) δράκων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διμάχης — ο (Α διμάχης) νεοελλ. ο δραγόνος αρχ. στρατιώτης που μάχεται και πεζός και έφιππος … Dictionary of Greek